Νάξος 1940. Ο Μανώλης γυρίζει απ’το χωράφι. Στο δρόμο για το σπίτι τον διαπερνά μια ανησυχητική σιωπή…Σε δύο λεπτά θα έτρεχε στα στενά του χωριού αλαφιασμένος. Να τος με δυό δρασκελιές παίρνει σβάρνα τα σκαλιά, ξεγλύστραγε σαν τον λαφιάτη γύρω απ΄ τις πεζούλες, όταν κόντεψε να τον προφτάσει ενας γερμανός αναγκάστηκε να πηδήξει πάνω από τη μάντρα του Γιώργη του Μαιτού και ωχ καημένε μόνο αυτός ήξερε τι κατσάδιασμα θα έτρωγε πάλι … Μανώλης μπροστά γερμανοί ξωπίσω … Τους θωρούσε με τις γωνίες των ματιών να σηκώνουν τα ζωνάρια που έπεφταν από βάρος της αρματωσιάς, να τον περικυκλώνουν σιγά σιγά στο σοκάκι πρίν τον χάντακα. Τώρα γελούν περιπαιχτικά στα παρακαλειτά του για βοήθεια. Βοήθεια! Βοήθεια ! Τα μάτια του βουρκώνουν στο χτύπημα της πρώτης βίτσας, μα δεν θα κλάψει.’’ Öl, Was ist das Öl?» Ο Μανώλης έσφιξε τα δόντια.. τη μια βιτσιά ακολούθησε μια άλλη.. Και τα χτυπήματα συνέχιζαν να αντηχούν μέσα σ’εκείνο το στενό ένα δειλινό του 40. Οι συγχωριανοί του είχαν θάψει ένα βαρέλι με λάδι σε ένα χωράφι, όπως συνηθιζόταν, για να μην το κατασχέσουν οι κατακτητές ώστε να βγάλουν το χειμώνα. Το παιδί δεν μίλησε .. απόδειξη και φόρος τιμής τα σημάδια που έφερε την επόμενη μέρα σαν παράσημα σ’όλο του το σώμα. H σοδειά τιμήθηκε. Το παιδί όμως έπρεπε να φύγει. Αθήνα 2016. Ο Παππούς πια Μανώλης απέναντι στην πιο νέα και πολύτιμη αντανάκλασή του, αυτή του εγγόνου Μανώλη. Τούτο το παιδί θαρρείς πως πήρε πνοή απ΄τις ‘αγριες πλαγιές των λυχήνων, φύτρωσε με τα αγριοθύμαρα και θέριεψε με τα με τους ασπαλάθους. Όταν δεν ήταν στο χωριό το επισκεπτόταν μέσα από τις ιστορίες του παππού του. Είχε μάθει πια τα πάντα γι’ αυτό και σύντομα το παιδί με τα σπινθηροβόλα μάτια που ταξίδευαν μέσα από τις αναμνήσεις του γεννήτορός του δεν άργησαν να στοχεύσουν με αποφασιστικότητα προς ένα όραμα. Ο Μανώλης φοίτησε στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή και μετά στην Γεωπονική σχολή Θεσσαλονίκης για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Νάξο και να αφιερωθεί στην παραγωγή κρασιού και λαδιού μα κυρίως για να είναι σε αυτόν το τόπο που αγάπησε μέσα από τις ιστορίες του παππού του. Ενας άνθρωπος καθάριος που συνδέθηκε με την γή κι ενστερνίστηκε την απλότητα. Όνειρό του να τιμήσει τον τόπο που έζησε και μεγάλωσε ο παππούς του, εκεί που βασανίστηκε και έμελλε το λάδι και το κρασί να αναμειχθεί με χώμα και αίμα και να συνθέσει για αυτόν την παντοτινή του πατρίδα. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί. Στο μικρό του κτήμα φύτεψε τους σπόρους της ελπίδας μιας νέα γενιάς που δεν φοβάται να λερώσει τα χέρια της με χώμα. Για άλλη μια φορά η σοδειά τιμήθηκε.